σοφισματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_11)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοφισματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σοφίσματα, ἐπὶ προσώπου, Γέλλ. 18. 3.
|lstext='''σοφισματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σοφίσματα, ἐπὶ προσώπου, Γέλλ. 18. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σόφισμα]], -<i>ίσματος</i>]<br />[[σοφιστικός]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοφισμᾰτικός Medium diacritics: σοφισματικός Low diacritics: σοφισματικός Capitals: ΣΟΦΙΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sophismatikós Transliteration B: sophismatikos Transliteration C: sofismatikos Beta Code: sofismatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sophistical, of a person, Gell.18.13 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 914] zum σόφισμα gehörig, Sp., bes. ὁ σ. = σοφιστής.

Greek (Liddell-Scott)

σοφισματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σοφίσματα, ἐπὶ προσώπου, Γέλλ. 18. 3.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σόφισμα, -ίσματος]
σοφιστικός.