σοφισματικός
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ή, όν, sophistical, of a person, Gell.18.13 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 914] zum σόφισμα gehörig, Sp., bes. ὁ σ. = σοφιστής.
Greek (Liddell-Scott)
σοφισματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σοφίσματα, ἐπὶ προσώπου, Γέλλ. 18. 3.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σόφισμα, -ίσματος]
σοφιστικός.