σπασμώδης: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(6_8) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπασμώδης''': -ες, σπασμωδικός, Ἱππ. Προρρ. 69· τὰ σπασμώδη, παροξυσμοὶ σπασμῶν, ὁ αὐτ. 173F· ἀλγήματα σπ. ὁ αὐτ. 77Α. | |lstext='''σπασμώδης''': -ες, σπασμωδικός, Ἱππ. Προρρ. 69· τὰ σπασμώδη, παροξυσμοὶ σπασμῶν, ὁ αὐτ. 173F· ἀλγήματα σπ. ὁ αὐτ. 77Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[σπασμώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σπασμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «[[σπασμώδης]] [[βήχας]]» β. «σπασμώδη ἀλγήματα»)<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζει σπασμό, [[σπασμωδικός]] («[[σπασμώδης]] [[κίνηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b><br /><i>ὁ</i>, <i>ἡ [[σπασμώδης]]<br />αυτός που πάσχει από σπασμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ σπασμώδη</i><br />παροξυσμοί σπασμών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπασμωδῶς</i> Α<br />με σπασμούς. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A convulsive, spasmodic, Hp.Prorrh.1.28, Sor.2.26; suffering from convulsions, Id.1.88; τὰ σ. attacks of cramp, Hp.Coac.100; ἀλγήματα σ. pains which are premonitory symptoms of σπασμοί, Id.Prorrh.1.114. Adv. -δῶς Gal.17(2).750, Alex.Trall.7.9.
German (Pape)
[Seite 918] ες, = σπασματώδης, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπασμώδης: -ες, σπασμωδικός, Ἱππ. Προρρ. 69· τὰ σπασμώδη, παροξυσμοὶ σπασμῶν, ὁ αὐτ. 173F· ἀλγήματα σπ. ὁ αὐτ. 77Α.
Greek Monolingual
-ες / σπασμώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σπασμός
1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπασμώδης βήχας» β. «σπασμώδη ἀλγήματα»)
2. αυτός που εμφανίζει σπασμό, σπασμωδικός («σπασμώδης κίνηση»)
αρχ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.
ὁ, ἡ σπασμώδης
αυτός που πάσχει από σπασμούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὰ σπασμώδη
παροξυσμοί σπασμών.
επίρρ...
σπασμωδῶς Α
με σπασμούς.