σπασματώδης
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
σπασματῶδες, = σπασμώδης, Arist.Pr.880b18 (v.l. σπερματώδης), Thphr. Lass.15.
German (Pape)
[Seite 918] ες, den Zuckungen oder Spannungen ähnlich, krampfartig, Krämpfe verursachend, Medic.
Russian (Dvoretsky)
σπασμᾰτώδης: спазматический, судорожный (ἡ κίνησις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σπασμᾰτώδης: -ες, = σπασμώδης, Ἀριστ. Προβλ. 5. 1, 1 (ἴδε σπερματώδης), Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 15.