σπερματίζω: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(6_2) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπερμᾰτίζω''': [[σπείρω]], τι εἰς γῆν [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 476· ― Παθ., ἐπὶ γυναικός, [[συλλαμβάνω]], ἐγκυμονῶ, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΒ´, 2), πρβλ. [[ἐκσπερματίζω]]. 2) [[ἀνατρέχω]] ζητῶν τὴν καταγωγὴν ἢ οἰκογένειάν τινος, Εὐστ. 1348. 52. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ φυτῶν, ἀποκτῶ σπόρους, «δένω», Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ´, 32). | |lstext='''σπερμᾰτίζω''': [[σπείρω]], τι εἰς γῆν [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 476· ― Παθ., ἐπὶ γυναικός, [[συλλαμβάνω]], ἐγκυμονῶ, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΒ´, 2), πρβλ. [[ἐκσπερματίζω]]. 2) [[ἀνατρέχω]] ζητῶν τὴν καταγωγὴν ἢ οἰκογένειάν τινος, Εὐστ. 1348. 52. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ φυτῶν, ἀποκτῶ σπόρους, «δένω», Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ´, 32). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[σπέρμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>μσν.</b><br />[[αναζητώ]], [[ερευνώ]] την [[καταγωγή]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπέρνω]]<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) [[ωριμάζω]], [[δένω]] καρπό<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σπερματίζομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) [[δέχομαι]] ανδρικό [[σπέρμα]], [[συλλαμβάνω]] («γυνὴ ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν...» ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
A sow, τι εἰς γῆν Herm. ap. Stob.1.21.9:—Pass., of a woman, conceive, become pregnant, LXX Le.12.2. 2 ἐξ Ἀπόλλωνος αὐτὸν σ. make him son of A., Eust.1348.52. II intr., of plants, to be in seed, LXX Ex.9.31.
German (Pape)
[Seite 920] = σπερμαίνω, bes. Saamen von sich geben, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμᾰτίζω: σπείρω, τι εἰς γῆν Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 476· ― Παθ., ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, ἐγκυμονῶ, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΒ´, 2), πρβλ. ἐκσπερματίζω. 2) ἀνατρέχω ζητῶν τὴν καταγωγὴν ἢ οἰκογένειάν τινος, Εὐστ. 1348. 52. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ φυτῶν, ἀποκτῶ σπόρους, «δένω», Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ´, 32).
Greek Monolingual
ΜΑ σπέρμα, -ατος]
μσν.
αναζητώ, ερευνώ την καταγωγή κάποιου
αρχ.
1. σπέρνω
2. (για φυτό) ωριμάζω, δένω καρπό
3. παθ. σπερματίζομαι
(για γυναίκα) δέχομαι ανδρικό σπέρμα, συλλαμβάνω («γυνὴ ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν...» ΠΔ).