σποδιά: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />cendre.<br />'''Étymologie:''' [[σποδός]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br />cendre.<br />'''Étymologie:''' [[σποδός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. τ. [[σποδιή]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σωρός]] στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ<br />β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στάχτη]] από την [[καύση]] νεκρού<br /><b>3.</b> [[σκουριά]] μετάλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σποδός]] «[[στάχτη]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ιά</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. σποδ-ιή, ἡ,
A heap of ashes, ashes, Od.5.488, E.Cyc.615(lyr.), Pl.Com.173.9, LXX Le.4.12; σ. οἰναρέη ashes of vine-twigs, Hp.Mul. 2.195; σποδιῇ κεχριμένος prob. in Call.Dian.69; freq. in Epitaphs, AP7.279,435 (Nicand.); διψὰς σ. ib.9.549 (Antiphil.); scoria, dross of metals, Dsc.5.126.
German (Pape)
[Seite 923] ἡ, ion. σποδιή, der Aschenhaufen, die Asche; δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ, Od. 5, 488; vgl. Eur. Cycl. 610; oft in der Anth.: διψάς, Antiphil. 39 IX, 5491; πῦρ ὑπὸ τῇ σποδιῇ κεκρυμμένον, Callim. (XII, 139), wie oft übtr., μέλαινα, Ep. ad. 482 (VII, 10), ψυχρή, 670 (VII, 279), u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
σποδιά: Ἰων. -ιή, ἡ, σωρὸς σποδοῦ, τέφρας, Ὀδ. Ε. 488, Εὐρ. Κύκλ. 615, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1. 9· σποδιῇ κεχρισμένος Καλλ. εἰς Ἄρτ. 69· συχν. ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Ἀνθ. Π. 7. 279, 435, κ. ἀλλ.· σκωρία τῶν μετάλλων, Διοσκ. 5. 85, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφορ., πρβλ. σποδὸς IV.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
cendre.
Étymologie: σποδός.
Greek Monolingual
και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α
1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ
β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.)
2. στάχτη από την καύση νεκρού
3. σκουριά μετάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. -ιά (πρβλ. στρατ-ιά)].