στεατώδης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(6_7)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεᾱτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[στέαρ]] ἢ «ξύγγι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 2, κ. ἀλλ.· ζῷα στ., τὰ ἔχοντα [[στέαρ]] ἢ «ξύγγι», ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 6, 2, Διοσκ., κλπ.
|lstext='''στεᾱτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[στέαρ]] ἢ «ξύγγι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 2, κ. ἀλλ.· ζῷα στ., τὰ ἔχοντα [[στέαρ]] ἢ «ξύγγι», ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 6, 2, Διοσκ., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[στεατώδης]], -ῶδες, ΝΑ και [[στητώδης]], -ῶδες, Α [[στέαρ]] -<i>ατος</i>]<br />αυτός που μοιάζει με [[στέαρ]], με [[ξύγκι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] [[στέαρ]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεᾱτώδης Medium diacritics: στεατώδης Low diacritics: στεατώδης Capitals: ΣΤΕΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: steatṓdēs Transliteration B: steatōdēs Transliteration C: steatodis Beta Code: steatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like tallow or suet, φάρμακα Hp.Ulc.2, cf. Arist. PA651b30,al.; ζῷα σ. animals that have tallow or suet, Id.HA520a14; -ώδης ἀποφορά Dsc.2.76.12, cf. Antyll. ap. Sch.Orib.45.2.3.

German (Pape)

[Seite 931] ες, talgartig, Talg habend, ζῶον, Arist. part. anim. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

στεᾱτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς στέαρ ἢ «ξύγγι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 2, κ. ἀλλ.· ζῷα στ., τὰ ἔχοντα στέαρ ἢ «ξύγγι», ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 6, 2, Διοσκ., κλπ.

Greek Monolingual

-ες / στεατώδης, -ῶδες, ΝΑ και στητώδης, -ῶδες, Α στέαρ -ατος]
αυτός που μοιάζει με στέαρ, με ξύγκι
αρχ.
γεμάτος στέαρ.