στερεοκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(6_16)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερεοκάρδιος''': -ον, [[σκληροκάρδιος]], Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄ , 4, διάφορ. γραφ.).
|lstext='''στερεοκάρδιος''': -ον, [[σκληροκάρδιος]], Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄ , 4, διάφορ. γραφ.).
}}
{{grml
|mltxt=και [[στερροκάρδιος]], -ον, Α<br />[[σκληρόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερεός]] / [[στερρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]])].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεοκάρδιος Medium diacritics: στερεοκάρδιος Low diacritics: στερεοκάρδιος Capitals: ΣΤΕΡΕΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: stereokárdios Transliteration B: stereokardios Transliteration C: stereokardios Beta Code: stereoka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A hard-hearted, LXX Ez.2.4 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 936] hartherzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στερεοκάρδιος: -ον, σκληροκάρδιος, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄ , 4, διάφορ. γραφ.).

Greek Monolingual

και στερροκάρδιος, -ον, Α
σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -κάρδιος (< καρδία)].