στιβεύς: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(6_8) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στῐβεύς''': έως, ὁ, ([[στιβέω]]) ὁ περιπατῶν, [[ὁδοιπόρος]], ταξειδιώτης, Ἡσύχ.· ― [[μάλιστα]] δὲ κναφεὺς (Γερμ. walker), ὁ λευκαίνων καὶ πλύνων τὰ ἐνδύματα πατῶν αὐτὰ διὰ τῶν ποδῶν του, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 30, Νικ. Θηρ. 376· ― πρβλ. [[στείβω]] Ι. 1 ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ περιπατῶν ἔξω, περιερχόμενος, στ. [[κύων]] Ὀππ. Κυν. 1. 462. | |lstext='''στῐβεύς''': έως, ὁ, ([[στιβέω]]) ὁ περιπατῶν, [[ὁδοιπόρος]], ταξειδιώτης, Ἡσύχ.· ― [[μάλιστα]] δὲ κναφεὺς (Γερμ. walker), ὁ λευκαίνων καὶ πλύνων τὰ ἐνδύματα πατῶν αὐτὰ διὰ τῶν ποδῶν του, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 30, Νικ. Θηρ. 376· ― πρβλ. [[στείβω]] Ι. 1 ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ περιπατῶν ἔξω, περιερχόμενος, στ. [[κύων]] Ὀππ. Κυν. 1. 462. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[στειβεύς]], -έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[οδοιπόρος]], [[ταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> [[τεχνίτης]] που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια<br /><b>3.</b> [[ιχνηλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίβος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στιγ</i>-<i>εύς</i>). Ο τ. [[στειβεύς]] [[κατά]] τον φωνηεντισμό του ρ. [[στείβω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A walker, traveller, Hsch. (στιδεύς cod.); cf. στειβεύς. 2 fuller, who cleans clothes by treading them, PPetr.3p.173 (iii B.C.), BGU1087.7 (iii A.D.), Sch.A.R.2.30, Sch.Nic.Th.376. II one who tracks out, σ. κύων Opp.C.1.463.
German (Pape)
[Seite 942] ὁ, 1) der Tretende od. Gehende, der Wanderer, ὁδευτής, Hes.; auch der Walker, der mit den Füßen tritt u. walkt, Scholl. Nic. Th. 346 u. Scholl. Ap. Rh. 2, 30. – 2) der der Spur nachgeht, Spürer, κύων, Spürhund, Opp. Cyn. 1, 462.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβεύς: έως, ὁ, (στιβέω) ὁ περιπατῶν, ὁδοιπόρος, ταξειδιώτης, Ἡσύχ.· ― μάλιστα δὲ κναφεὺς (Γερμ. walker), ὁ λευκαίνων καὶ πλύνων τὰ ἐνδύματα πατῶν αὐτὰ διὰ τῶν ποδῶν του, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 30, Νικ. Θηρ. 376· ― πρβλ. στείβω Ι. 1 ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ περιπατῶν ἔξω, περιερχόμενος, στ. κύων Ὀππ. Κυν. 1. 462.
Greek Monolingual
και στειβεύς, -έως, ὁ, Α
1. οδοιπόρος, ταξιδιώτης
2. τεχνίτης που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια
3. ιχνηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίβος + επίθημα -εύς (πρβλ. στιγ-εύς). Ο τ. στειβεύς κατά τον φωνηεντισμό του ρ. στείβω].