στλέγγισμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(6_22) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στλέγγισμα''': τό, ὡς τὸ [[γλοιός]], τὸ [[ἔλαιον]] καὶ ὁ [[ῥύπος]], τὰ ἀποξέσματα διὰ τῆς στλεγγίδος, Λατ. strigmenm, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 105· ἐν τῷ τύπῳ [[στέλγισμα]], Λυκόφρ. 874. | |lstext='''στλέγγισμα''': τό, ὡς τὸ [[γλοιός]], τὸ [[ἔλαιον]] καὶ ὁ [[ῥύπος]], τὰ ἀποξέσματα διὰ τῆς στλεγγίδος, Λατ. strigmenm, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 105· ἐν τῷ τύπῳ [[στέλγισμα]], Λυκόφρ. 874. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[στέλγισμα]], -ίσματος, τὸ, Α [[στλεγγίζω]]<br />ο [[ρύπος]] που αποξέεται με τη [[βοήθεια]] της στλεγγίδας, το [[απόμαγμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A like γλοιός, the oil and dirt scraped off by the στλεγγίς, Arist.Mir.839b25; in form στέλγισμα, Lyc. 874.
German (Pape)
[Seite 945] τό, seltener στέλγισμα, der mit der Streichplatte, στλεγγίς, abgeriebene Schmutz, Schweiß mit Oel vermischt; Lycophr. 874; Strab.
Greek (Liddell-Scott)
στλέγγισμα: τό, ὡς τὸ γλοιός, τὸ ἔλαιον καὶ ὁ ῥύπος, τὰ ἀποξέσματα διὰ τῆς στλεγγίδος, Λατ. strigmenm, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 105· ἐν τῷ τύπῳ στέλγισμα, Λυκόφρ. 874.
Greek Monolingual
και στέλγισμα, -ίσματος, τὸ, Α στλεγγίζω
ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια της στλεγγίδας, το απόμαγμα.