Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρίποδο: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(38)
(No difference)

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
1. τρίποδο φορητό ικρίωμα με ακίνητα τα δύο πρόσθια σκέλη του και κινητό το τρίτο οπίσθιο σκέλος, το οποίο χρησιμοποιείται για τοποθέτηση πίνακα ή εικόνας επάνω του
2. φορητός ελαφρύς τρίποδας με τρία σκέλη ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως από τους ζωγράφους και τους φωτογράφους
3. (ιδίως στον πληθ.) τα στρίποδα
α) τα δύο ξύλινα ή σιδερένια τετράποδα στηρίγματα πάνω στα οποία τοποθετούνται εγκάρσια σανίδες προκειμένου να κατασκευαστεί έτσι ένα πρόχειρο κρεβάτι
β) ανάλογο στήριγμα πάγκου εργασίας
γ) συνεκδ. κρεβάτι που κατασκευάζεται με αυτόν τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίποδο, με προθετικό σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος)].