στρογγυλόκαυλος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(6_18)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγῠλόκαυλος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον καυλὸν (κοτσάνι), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 5.
|lstext='''στρογγῠλόκαυλος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον καυλὸν (κοτσάνι), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει στρογγυλό καυλό, στρογγυλό [[κοτσάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[καυλός]] (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>καυλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλόκαυλος Medium diacritics: στρογγυλόκαυλος Low diacritics: στρογγυλόκαυλος Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΚΑΥΛΟΣ
Transliteration A: strongylókaulos Transliteration B: strongylokaulos Transliteration C: stroggylokavlos Beta Code: stroggulo/kaulos

English (LSJ)

ον,

   A with a round stalk, Thphr.HP7.4.5.

German (Pape)

[Seite 955] mit rundem Stengel, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλόκαυλος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον καυλὸν (κοτσάνι), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στρογγυλό καυλό, στρογγυλό κοτσάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + καυλός (πρβλ. μεγαλό-καυλος)].