στρογγυλώψ: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_22) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρογγυλώψ''': -ῶπος, ὁ ἔχων στρογγύλους ὀφθαλμούς, συνώνυμ. τῷ [[Κύκλωψ]], ἐν τοῖς Σχολ. Βεργιλ. | |lstext='''στρογγυλώψ''': -ῶπος, ὁ ἔχων στρογγύλους ὀφθαλμούς, συνώνυμ. τῷ [[Κύκλωψ]], ἐν τοῖς Σχολ. Βεργιλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶπος, ὁ, Α<br />αυτός που έχει στρογγυλά μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγυλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώψ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του <i>όπωπα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τυφλ</i>-<i>ώψ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶπος,
A round-eyed, synon. of Κύκλωψ, Serv.Dan.ad Verg.A.8.649.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγυλώψ: -ῶπος, ὁ ἔχων στρογγύλους ὀφθαλμούς, συνώνυμ. τῷ Κύκλωψ, ἐν τοῖς Σχολ. Βεργιλ.
Greek Monolingual
-ῶπος, ὁ, Α
αυτός που έχει στρογγυλά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + -ώψ (< θ. οπ- του όπωπα), πρβλ. τυφλ-ώψ].