στροβίλη: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6_3) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στροβίλη''': [ῑ], ἡ, μοτὸς ἐκ λίνου περιεστραμμένος εἰς [[σχῆμα]] ᾠοειδὲς ὡς [[κῶνος]] πίτυος, ὡς φυτῆλι, Ἱππ. 884D κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon. | |lstext='''στροβίλη''': [ῑ], ἡ, μοτὸς ἐκ λίνου περιεστραμμένος εἰς [[σχῆμα]] ᾠοειδὲς ὡς [[κῶνος]] πίτυος, ὡς φυτῆλι, Ἱππ. 884D κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[μοτός]], [[ξαντό]] από [[λινάρι]] τυλιγμένος σε [[σχήμα]] ωοειδές σαν [[κώνος]] πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόβος]] «[[περιστροφή]], [[δίνη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μαρ</i>-<i>ίλη</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A plug of lint twisted into an oval shape like a pinecone, Hp.Fist.3.
German (Pape)
[Seite 954] ἡ, eine Wicke von Wundfäden, die länglichrund wie ein Fichtenzapfen, στρόβιλος, zusammengedreht ist, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
στροβίλη: [ῑ], ἡ, μοτὸς ἐκ λίνου περιεστραμμένος εἰς σχῆμα ᾠοειδὲς ὡς κῶνος πίτυος, ὡς φυτῆλι, Ἱππ. 884D κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon.
Greek Monolingual
ἡ, Α
μοτός, ξαντό από λινάρι τυλιγμένος σε σχήμα ωοειδές σαν κώνος πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος «περιστροφή, δίνη» + επίθημα -ίλη (πρβλ. μαρ-ίλη)].