στρωματοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[στρώτης]].<br />'''Étymologie:''' [[στρῶμα]], [[φύλαξ]].
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[στρώτης]].<br />'''Étymologie:''' [[στρῶμα]], [[φύλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ό, ἡ, Α<br />[[φύλακας]] τών στρωμάτων, αυτός που είχε την [[επιστασία]] τών κλινών, τών τραπεζιών κ.α. επίπλων («ὁ ἐπὶ τῶν στρωματοφυλάκων [[τεταγμένος]] [[ἀνήρ]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρῶμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωμᾰτοφύλαξ Medium diacritics: στρωματοφύλαξ Low diacritics: στρωματοφύλαξ Capitals: ΣΤΡΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: strōmatophýlax Transliteration B: strōmatophylax Transliteration C: stromatofylaks Beta Code: strwmatofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,

   A one who has the care of the bedding, tablecloths, etc., Plu.Alex.57.

German (Pape)

[Seite 957] ακος, ὁ, ἡ, der die Aufsicht über Betten, Tischgedecke, Tischzeug u. dgl. hat, Plut. Alex. 57.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὰ στρώματα, τραπεζομάνδηλα, κτλ., Πλουτ. Ἀλεξ. 57.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
c. στρώτης.
Étymologie: στρῶμα, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ό, ἡ, Α
φύλακας τών στρωμάτων, αυτός που είχε την επιστασία τών κλινών, τών τραπεζιών κ.α. επίπλων («ὁ ἐπὶ τῶν στρωματοφυλάκων τεταγμένος ἀνήρ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, -ώματος + φύλαξ.