συγκλινίαι: Difference between revisions
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />anfractuosités d’une région montagneuse.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλίνω]]. | |btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />anfractuosités d’une région montagneuse.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=αἱ, Α [[συγκλινής]]<br />τα επικλινή μέρη του εδάφους («ταῑς συγκλινίαις τῶν τόπων τεκμαιρόμενος ἔχειν πηγὰς τὸ [[χωρίον]]», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
αἱ,
A slopes, αἱ σ. τῶν τόπων the slopes or configuration of the ground, Plu.Pomp.32, cf. Pyrrh.28, Phil.4.
German (Pape)
[Seite 968] αἱ, die abhängige Lage gegen einander geneigter Flächen u. Berge, Plut. Pomp. 32 Pyrrh. 28 Philop. 4.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλῐνίαι: -αἱ, ἡ γραμμὴ ἔνθα καταλήγουσιν αἱ κλιτύες δύο ὀρέων ἢ ὑψωμάτων, αἱ ξ. τῶν τόπων, στεναὶ κοιλάδες ἢ φάραγγες, στενά, Πλουτ. Πομπ. 32, Πύρρ. 28.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
anfractuosités d’une région montagneuse.
Étymologie: συγκλίνω.
Greek Monolingual
αἱ, Α συγκλινής
τα επικλινή μέρη του εδάφους («ταῑς συγκλινίαις τῶν τόπων τεκμαιρόμενος ἔχειν πηγὰς τὸ χωρίον», Πλούτ.).