συκώδης: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(6_7)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[σῦκον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9, 40, 5· ἐπαναστάσεις σ., ἐπὶ σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Ὀρειβάσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 176. 3, πρβλ. [[σῦκον]] ΙΙ. ΙΙ. [[συκοφαντικός]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873.
|lstext='''σῡκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[σῦκον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9, 40, 5· ἐπαναστάσεις σ., ἐπὶ σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Ὀρειβάσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 176. 3, πρβλ. [[σῦκον]] ΙΙ. ΙΙ. [[συκοφαντικός]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[συκώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σῡκον]]<br />όμοιος με [[σύκο]] ή με μια [[ιδιότητα]] του σύκου, [[συκοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)<br /><b>2.</b> [[συκοφαντικός]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκώδης Medium diacritics: συκώδης Low diacritics: συκώδης Capitals: ΣΥΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sykṓdēs Transliteration B: sykōdēs Transliteration C: sykodis Beta Code: sukw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A fig-like, γλυκύτης Arist.HA623b24; ὄγκος Gal.12.822; ἐπαναστάσεις σ., of warts or piles, Orib.Syn.8.37 tit., cf. Dsc.1.128.5; cf. σῦκον 11.    II = συκοφαντώδης, Sch.Ar.Pl.874, EM733.56.

German (Pape)

[Seite 974] ες, feigenartig; z. B. γλυκύτης, Arist. H. A. 9, 40; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σῦκον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9, 40, 5· ἐπαναστάσεις σ., ἐπὶ σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Ὀρειβάσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 176. 3, πρβλ. σῦκον ΙΙ. ΙΙ. συκοφαντικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873.

Greek Monolingual

-ες / συκώδης, -ῶδες, ΝΑ σῡκον
όμοιος με σύκο ή με μια ιδιότητα του σύκου, συκοειδής
αρχ.
1. ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)
2. συκοφαντικός.