συμπαθία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_23)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπᾰθία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[συμπάθεια]], Ἀνθ. Πλανούδ. 143, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 19.
|lstext='''συμπᾰθία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[συμπάθεια]], Ἀνθ. Πλανούδ. 143, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 19.
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. συμπαθίη, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συμπάθεια]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαθία Medium diacritics: συμπαθία Low diacritics: συμπαθία Capitals: ΣΥΜΠΑΘΙΑ
Transliteration A: sympathía Transliteration B: sympathia Transliteration C: sympathia Beta Code: sumpaqi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,= συμπάθεια, Phld.Mort.8, Aret.SA1.8 (v.l.), APl.4.143 (Antip. Thess.), IGRom.4.503.19 (Pergam.).

German (Pape)

[Seite 983] ἡ, poet. statt συμπάθεια, Antp. Thess. 31 (Plan. 143).

Greek (Liddell-Scott)

συμπᾰθία: Ἰων. -ίη, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ συμπάθεια, Ἀνθ. Πλανούδ. 143, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 19.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συμπαθίη, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμπάθεια.