σύμπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(6_18)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμπλευρος''': -ον, ὁ πλευρὸν μὲ [[πλευρόν]], ὁ παραπλεύρως κείμενος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 768D.
|lstext='''σύμπλευρος''': -ον, ὁ πλευρὸν μὲ [[πλευρόν]], ὁ παραπλεύρως κείμενος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 768D.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />(για [[κομμάτι]] κρέατος) αυτός που [[είναι]] [[μαζί]] με τα [[πλευρά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διπλανός]], αυτός που βρίσκεται [[δίπλα]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]] / [[πλευρόν]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>πλευρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλευρος Medium diacritics: σύμπλευρος Low diacritics: σύμπλευρος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: sýmpleuros Transliteration B: sympleuros Transliteration C: symplevros Beta Code: su/mpleuros

English (LSJ)

ον,

   A side by side, λίθοι Milet.7.57 (Didyma), Rev.Phil. 43.199, 202 (ibid.).

German (Pape)

[Seite 988] Seite an Seite, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλευρος: -ον, ὁ πλευρὸν μὲ πλευρόν, ὁ παραπλεύρως κείμενος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 768D.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
(για κομμάτι κρέατος) αυτός που είναι μαζί με τα πλευρά
αρχ.
διπλανός, αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. περί-πλευρος].