συμπρογιγνώσκω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(6_9) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπρογιγνώσκω''': ἢ -προγινώσκω, [[προγνωρίζω]] ἢ [[προβλέπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἰάμβλ. περὶ Μυστηρίων 4. 6. | |lstext='''συμπρογιγνώσκω''': ἢ -προγινώσκω, [[προγνωρίζω]] ἢ [[προβλέπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἰάμβλ. περὶ Μυστηρίων 4. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[προβλέπω]] κι εγώ [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[προγιγνώσκω]] «[[προβλέπω]], [[γνωρίζω]] εκ τών προτέρων»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A foreknow or foresee along with, Iamb.Myst.6.4.
German (Pape)
[Seite 990] (s. γιγνώσκω), mit voraussehen, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
συμπρογιγνώσκω: ἢ -προγινώσκω, προγνωρίζω ἢ προβλέπω ὁμοῦ μετά τινος, Ἰάμβλ. περὶ Μυστηρίων 4. 6.
Greek Monolingual
Α
προβλέπω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προγιγνώσκω «προβλέπω, γνωρίζω εκ τών προτέρων»].