συναναπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_5)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναναπλάσσω''': ἀναπλάττω ἢ [[σχηματίζω]] συγχρόνως, Μάξιμ. Τύρ. 24. 5, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 550Α.
|lstext='''συναναπλάσσω''': ἀναπλάττω ἢ [[σχηματίζω]] συγχρόνως, Μάξιμ. Τύρ. 24. 5, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 550Α.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[αναπλάσσω]], [[ανασχηματίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]] φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπλάσσω Medium diacritics: συναναπλάσσω Low diacritics: συναναπλάσσω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: synanaplássō Transliteration B: synanaplassō Transliteration C: synanaplasso Beta Code: sunanapla/ssw

English (LSJ)

   A help in refashioning, Max.Tyr.24.5.    2 make up into pills, Dsc.4.164.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich bilden, erdichten, Max. Tyr.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπλάσσω: ἀναπλάττω ἢ σχηματίζω συγχρόνως, Μάξιμ. Τύρ. 24. 5, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 550Α.

Greek Monolingual

ΜΑ
αναπλάσσω, ανασχηματίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
μεταβάλλω φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.