συναποβιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6_14) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναποβιάζομαι''': μέσ., βοηθῶ εἰς ἀναχαίτισιν ἢ περιστολὴν διὰ τῆς βίας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 4, Προβλ. 33. 5. | |lstext='''συναποβιάζομαι''': μέσ., βοηθῶ εἰς ἀναχαίτισιν ἢ περιστολὴν διὰ τῆς βίας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 4, Προβλ. 33. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[βοηθώ]] σε [[αναχαίτιση]] ή σε [[καταστολή]] με τη βία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποβιάζομαι]] «ωθώ [[προς]] τα [[πίσω]], [[χρησιμοποιώ]] βία»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
Med.,
A assist in checking or repressing by force, Arist.HA581a24, Pr.962a7.
German (Pape)
[Seite 1002] mit, zugleich erzwingen, Arist. H. A. 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συναποβιάζομαι: μέσ., βοηθῶ εἰς ἀναχαίτισιν ἢ περιστολὴν διὰ τῆς βίας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 4, Προβλ. 33. 5.
Greek Monolingual
Α
βοηθώ σε αναχαίτιση ή σε καταστολή με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποβιάζομαι «ωθώ προς τα πίσω, χρησιμοποιώ βία»].