συνδικαστής: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui est juge avec un autre, membre d’un jury.<br />'''Étymologie:''' [[συνδικάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui est juge avec un autre, membre d’un jury.<br />'''Étymologie:''' [[συνδικάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνδικαστής Α [[συνδικάζω]]<br />[[δικαστής]] που δικάζει από κοινού με άλλον ή άλλους<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένορκος]] ταυτόχρονα με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐκαστής Medium diacritics: συνδικαστής Low diacritics: συνδικαστής Capitals: ΣΥΝΔΙΚΑΣΤΗΣ
Transliteration A: syndikastḗs Transliteration B: syndikastēs Transliteration C: syndikastis Beta Code: sundikasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fellowjuryman, Ar.V.197,215, al., IG9(1).689.11 (Corcyra, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1008] ὁ, Mitrichter, Ar. Vesp. 197. 215.

Greek (Liddell-Scott)

συνδῐκαστής: -οῦ, ὁ, ὁ συνδικάζων, ὁ καὶ αὐτὸς δικαστὴς ἢ ἔνορκος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, 215, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui est juge avec un autre, membre d’un jury.
Étymologie: συνδικάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνδικαστής Α συνδικάζω
δικαστής που δικάζει από κοινού με άλλον ή άλλους
αρχ.
ένορκος ταυτόχρονα με άλλον.