συγκατέρχομαι: Difference between revisions
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> descendre ensemble;<br /><b>2</b> revenir ensemble (de l’exil).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατέρχομαι]]. | |btext=<b>1</b> descendre ensemble;<br /><b>2</b> revenir ensemble (de l’exil).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατέρχομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[κατέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες [[περίττωμα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστρέφω]] από την [[εξορία]] [[μαζί]] με κάποιον. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[κατέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες [[περίττωμα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστρέφω]] από την [[εξορία]] [[μαζί]] με κάποιον. | |mltxt=ΜΑ<br />[[κατέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες [[περίττωμα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστρέφω]] από την [[εξορία]] [[μαζί]] με κάποιον. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A sink downwards together, Arist.Insomn.461b12; τὸ -ερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα Gal.15.686. II come back, return from exile together, Lys.31.9, Arist.Pol.1300a18, etc.; τινι with one, Lys.31.13; μετά τινος Plu.Dio 29.
German (Pape)
[Seite 966] (s. ἔρχομαι), mit od. zugleich zurückkommen; Lys. 31, 9; Plut. Camill. 30.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατέρχομαι: ἀποθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνερ.· ― κατέρχομαι ἐν συνοδείᾳ ἢ ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 10, ΙΙ. ἐπανέρχομαι ὁμοῦ, ὑποστρέφω ἐκ τῆς ἐξορίας ὁμοῦ, Λυσί. 187. 33, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15. 15, κτλ.· τινι, μετά τινος, Λυσί. 188. 6· μετά τινος Πλουτ. Δίων 29.
French (Bailly abrégé)
1 descendre ensemble;
2 revenir ensemble (de l’exil).
Étymologie: σύν, κατέρχομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ
κατέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα», Γαλ.)
αρχ.
επιστρέφω από την εξορία μαζί με κάποιον.
Greek Monolingual
ΜΑ
κατέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα», Γαλ.)
αρχ.
επιστρέφω από την εξορία μαζί με κάποιον.