συγκατάθεση: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συναίνεση]] προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[συγκατάνευση]] του νου [[προς]] τα διδασκόμενα<br /><b>3.</b> [[υποταγή]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατάφαση]], [[βεβαίωση]] («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συναίνεση]] προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[συγκατάνευση]] του νου [[προς]] τα διδασκόμενα<br /><b>3.</b> [[υποταγή]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατάφαση]], [[βεβαίωση]] («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συναίνεση]] προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[συγκατάνευση]] του νου [[προς]] τα διδασκόμενα<br /><b>3.</b> [[υποταγή]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατάφαση]], [[βεβαίωση]] («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / συγκατάθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α συγκατατίθημι
επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», Πολ.)
νεοελλ.
(νομ.) συναίνεση προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας
αρχ.
1. συμφωνία
2. (στη στωική φιλοσοφία) συγκατάνευση του νου προς τα διδασκόμενα
3. υποταγή
4. γραμμ. κατάφαση, βεβαίωση («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», Σοφ.).

Greek Monolingual

η / συγκατάθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α συγκατατίθημι
επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», Πολ.)
νεοελλ.
(νομ.) συναίνεση προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας
αρχ.
1. συμφωνία
2. (στη στωική φιλοσοφία) συγκατάνευση του νου προς τα διδασκόμενα
3. υποταγή
4. γραμμ. κατάφαση, βεβαίωση («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», Σοφ.).