συζητήσιμος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή αξίζει να συζητηθεί, αυτός που [[είναι]] [[δεκτικός]] συζήτησης, εξέτασης («η [[πρόταση]] [[είναι]] συζητήσιμη»)<br /><b>2.</b> αυτός που η [[αξία]] του [[είναι]] αμφίβολη, αμφισβητούμένος («η [[χρησιμότητα]] τών διαπραγματεύσεων [[είναι]] συζητήσιμη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συζήτηση]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο περιοδικό [[Πλάτων]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή αξίζει να συζητηθεί, αυτός που [[είναι]] [[δεκτικός]] συζήτησης, εξέτασης («η [[πρόταση]] [[είναι]] συζητήσιμη»)<br /><b>2.</b> αυτός που η [[αξία]] του [[είναι]] αμφίβολη, αμφισβητούμένος («η [[χρησιμότητα]] τών διαπραγματεύσεων [[είναι]] συζητήσιμη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συζήτηση]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο περιοδικό [[Πλάτων]]. | |mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή αξίζει να συζητηθεί, αυτός που [[είναι]] [[δεκτικός]] συζήτησης, εξέτασης («η [[πρόταση]] [[είναι]] συζητήσιμη»)<br /><b>2.</b> αυτός που η [[αξία]] του [[είναι]] αμφίβολη, αμφισβητούμένος («η [[χρησιμότητα]] τών διαπραγματεύσεων [[είναι]] συζητήσιμη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συζήτηση]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο περιοδικό [[Πλάτων]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που μπορεί ή αξίζει να συζητηθεί, αυτός που είναι δεκτικός συζήτησης, εξέτασης («η πρόταση είναι συζητήσιμη»)
2. αυτός που η αξία του είναι αμφίβολη, αμφισβητούμένος («η χρησιμότητα τών διαπραγματεύσεων είναι συζητήσιμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συζήτηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο περιοδικό Πλάτων.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που μπορεί ή αξίζει να συζητηθεί, αυτός που είναι δεκτικός συζήτησης, εξέτασης («η πρόταση είναι συζητήσιμη»)
2. αυτός που η αξία του είναι αμφίβολη, αμφισβητούμένος («η χρησιμότητα τών διαπραγματεύσεων είναι συζητήσιμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συζήτηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο περιοδικό Πλάτων.