συλλοχίζω: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> réunir par compagnies en un groupe;<br /><b>2</b> distribuer <i>ou</i> répartir par compagnies.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λόχος]].
|btext=<b>1</b> réunir par compagnies en un groupe;<br /><b>2</b> distribuer <i>ou</i> répartir par compagnies.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λόχος]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνενώνω]] σε μία στρατιωτική [[μονάδα]] («οὕς εἰς ἕν [[τάγμα]] ὁ Νέρων συλλοχίσας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμοιράζω]] στρατιωτική [[δύναμη]] σε μικρότερες μονάδες («[[δύναμις]] συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρατάσσω]] στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λοχίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόχος]])].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνενώνω]] σε μία στρατιωτική [[μονάδα]] («οὕς εἰς ἕν [[τάγμα]] ὁ Νέρων συλλοχίσας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμοιράζω]] στρατιωτική [[δύναμη]] σε μικρότερες μονάδες («[[δύναμις]] συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρατάσσω]] στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λοχίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόχος]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνενώνω]] σε μία στρατιωτική [[μονάδα]] («οὕς εἰς ἕν [[τάγμα]] ὁ Νέρων συλλοχίσας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμοιράζω]] στρατιωτική [[δύναμη]] σε μικρότερες μονάδες («[[δύναμις]] συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρατάσσω]] στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λοχίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόχος]])].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλοχίζω Medium diacritics: συλλοχίζω Low diacritics: συλλοχίζω Capitals: ΣΥΛΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: syllochízō Transliteration B: syllochizō Transliteration C: syllochizo Beta Code: sulloxi/zw

English (LSJ)

   A embody or incorporate soldiers, εἰς ἓν τάγμα Plu.Galb. 15 (cj. for -ήσας) ; εἰς ἑκατοστύας Id.Rom.8, cf. App.BC5.3; κατὰ φῦλα Plu.2.761b; cf. συλλοχάω.    II arrange λόχοι in order (cf.sq.), Ael.Tact.3.2,4, Arr.Tact.5.2.

German (Pape)

[Seite 976] mit Andern in λόχους vertheilen, δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἑκατοστύας, Plut. Rom. 8.

Greek (Liddell-Scott)

συλλοχίζω: συγχωνεύω εἰς λόχους, συνενώνω, εἰς ἓν τάγμα Πλουτ. Γάλβ. 15· εἰς ἑκατοστύας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 8, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 3· κατὰ φῦλα Πλούτ. 2. 761Β· ― ἴδε συλλοχάω.

French (Bailly abrégé)

1 réunir par compagnies en un groupe;
2 distribuer ou répartir par compagnies.
Étymologie: σύν, λόχος.

Greek Monolingual

Α
1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.)
2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.)
3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοχίζω (< λόχος)].

Greek Monolingual

Α
1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.)
2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.)
3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοχίζω (< λόχος)].