συκοφάντημα: Difference between revisions
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />calomnie.<br />'''Étymologie:''' [[συκοφαντέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />calomnie.<br />'''Étymologie:''' [[συκοφαντέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ ΜΑ [[συκοφαντῶ]]<br />[[επινόημα]], [[τέχνασμα]] συκοφάντη, [[ψευδής]] [[κατηγορία]], [[συκοφαντία]]<br /><b>αρχ.</b><br />σοφιστικό [[τέχνασμα]], [[σόφισμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ ΜΑ [[συκοφαντῶ]]<br />[[επινόημα]], [[τέχνασμα]] συκοφάντη, [[ψευδής]] [[κατηγορία]], [[συκοφαντία]]<br /><b>αρχ.</b><br />σοφιστικό [[τέχνασμα]], [[σόφισμα]]. | |mltxt=τὸ ΜΑ [[συκοφαντῶ]]<br />[[επινόημα]], [[τέχνασμα]] συκοφάντη, [[ψευδής]] [[κατηγορία]], [[συκοφαντία]]<br /><b>αρχ.</b><br />σοφιστικό [[τέχνασμα]], [[σόφισμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A vexatious prosecution or accusation, Aeschin.2.39, OGI669.40 (Egypt, i A.D., pl.), J.AJ16.10.8, Plu.Per.37, CPR232.14 (ii/iii A.D.). II quibble, Arist.SE174b9.
German (Pape)
[Seite 973] τό, ein Sykophantenstreich, eine falsche Anklage; Aesch. 2, 39; Plut. Pericl. 33.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφάντημα: τό, συκοφάντου τέχνασμα, ψευδὴς κατηγορία, διαβολή, Αἰσχίν. 33. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 40. ΙΙ. σοφιστικὸν τέχνασμα, σόφισμα, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 15. 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
calomnie.
Étymologie: συκοφαντέω.
Greek Monolingual
τὸ ΜΑ συκοφαντῶ
επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, ψευδής κατηγορία, συκοφαντία
αρχ.
σοφιστικό τέχνασμα, σόφισμα.
Greek Monolingual
τὸ ΜΑ συκοφαντῶ
επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, ψευδής κατηγορία, συκοφαντία
αρχ.
σοφιστικό τέχνασμα, σόφισμα.