συμβεβηκότως: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβεβηκότως''': Ἐπιρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[συμβαίνω]], = κατὰ συμβεβηκός, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, μνημονεύεται ἐκ Νικομ. Ἀριθμ.
|lstext='''συμβεβηκότως''': Ἐπιρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[συμβαίνω]], = κατὰ συμβεβηκός, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, μνημονεύεται ἐκ Νικομ. Ἀριθμ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[τύχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>συμβεβηκώς</i>, -<i>ότος</i> του [[συμβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[τύχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>συμβεβηκώς</i>, -<i>ότος</i> του [[συμβαίνω]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[τύχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>συμβεβηκώς</i>, -<i>ότος</i> του [[συμβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβεβηκότως Medium diacritics: συμβεβηκότως Low diacritics: συμβεβηκότως Capitals: ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: symbebēkótōs Transliteration B: symbebēkotōs Transliteration C: symvevikotos Beta Code: sumbebhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of συμβαίνω,

   A per accidens, Nicom.Ar.1.1, Syrian. in Metaph.169.24.

German (Pape)

[Seite 978] adv. part. perf. act. zu συμβαίνω, zufälligerweise, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμβεβηκότως: Ἐπιρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ συμβαίνω, = κατὰ συμβεβηκός, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, μνημονεύεται ἐκ Νικομ. Ἀριθμ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συμβεβηκώς, -ότος του συμβαίνω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συμβεβηκώς, -ότος του συμβαίνω.