συμπεριπλοκή: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />entrelacement, enchaînement.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριπλέκω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />entrelacement, enchaînement.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριπλέκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[συμπεριπλέκομαι]]<br />η [[μεταξύ]] διαφόρων πραγμάτων [[πλοκή]], [[σύνθεση]] («τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ τε λέξει... μεμηχανευμένον καὶ τῇ συμπεριπλοκῇ τῶν πραγμάτων», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[συμπεριπλέκομαι]]<br />η [[μεταξύ]] διαφόρων πραγμάτων [[πλοκή]], [[σύνθεση]] («τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ τε λέξει... μεμηχανευμένον καὶ τῇ συμπεριπλοκῇ τῶν πραγμάτων», <b>Λουκιαν.</b>). | |mltxt=ἡ, Α [[συμπεριπλέκομαι]]<br />η [[μεταξύ]] διαφόρων πραγμάτων [[πλοκή]], [[σύνθεση]] («τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ τε λέξει... μεμηχανευμένον καὶ τῇ συμπεριπλοκῇ τῶν πραγμάτων», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A inter-connexion, τῶν πραγμάτων Luc.Hist. Conscr.55.
German (Pape)
[Seite 986] ἡ, das Mitumfassen; Luc. amor. 53; τῶν πραγμάτων, hist. conscr. 55.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριπλοκή: ἡ, ἡ ἀμοιβαία περιπλοκή, ἡ μετ’ ἀλλήλων πλοκή, τῶν πραγμάτων Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 55.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
entrelacement, enchaînement.
Étymologie: συμπεριπλέκω.
Greek Monolingual
ἡ, Α συμπεριπλέκομαι
η μεταξύ διαφόρων πραγμάτων πλοκή, σύνθεση («τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ τε λέξει... μεμηχανευμένον καὶ τῇ συμπεριπλοκῇ τῶν πραγμάτων», Λουκιαν.).
Greek Monolingual
ἡ, Α συμπεριπλέκομαι
η μεταξύ διαφόρων πραγμάτων πλοκή, σύνθεση («τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ τε λέξει... μεμηχανευμένον καὶ τῇ συμπεριπλοκῇ τῶν πραγμάτων», Λουκιαν.).