συμπαρανέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαρανέω''': τῷ ἑπομ., τοῖς ἰχθύσι συμπαρανεῖν Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 423.
|lstext='''συμπαρανέω''': τῷ ἑπομ., τοῖς ἰχθύσι συμπαρανεῖν Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 423.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κολυμπώ]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[κοντά]] σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρανέω]] «[[κολυμπώ]] [[κοντά]] σε κάποιον»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κολυμπώ]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[κοντά]] σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρανέω]] «[[κολυμπώ]] [[κοντά]] σε κάποιον»].
|mltxt=Α<br />[[κολυμπώ]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[κοντά]] σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρανέω]] «[[κολυμπώ]] [[κοντά]] σε κάποιον»].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρανέω Medium diacritics: συμπαρανέω Low diacritics: συμπαρανέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΝΕΩ
Transliteration A: symparanéō Transliteration B: symparaneō Transliteration C: symparaneo Beta Code: sumparane/w

English (LSJ)

   A swim beside together, τοῖς ἰχθύσι ib.33(51).29; so συμπαρα-νήχομαι, Luc.Tox.20.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρανέω: τῷ ἑπομ., τοῖς ἰχθύσι συμπαρανεῖν Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 423.

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανέω «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανέω «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].