συμπαρέχω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=procurer <i>ou</i> faire naître en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρέχω]].
|btext=procurer <i>ou</i> faire naître en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρέχω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] [[επίσης]] («[[ὥστε]] καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] συγχρόνως ή από κοινού.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] [[επίσης]] («[[ὥστε]] καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] συγχρόνως ή από κοινού.
|mltxt=Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] [[επίσης]] («[[ὥστε]] καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] συγχρόνως ή από κοινού.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρέχω Medium diacritics: συμπαρέχω Low diacritics: συμπαρέχω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΧΩ
Transliteration A: symparéchō Transliteration B: symparechō Transliteration C: symparecho Beta Code: sumpare/xw

English (LSJ)

   A assist in causing, φόβον τοῖς πολεμίοις X.An.7.4.19; assist in procuring, ἀσφάλειάν τινι ib.7.6.30:—Med., εὔκλειαν Id.Smp.8.43.

German (Pape)

[Seite 985] (s. ἔχω), zugleich darreichen; φόβον, Furcht einflößen, Xen. An. 7, 4, 19; ἀσφάλειαν, 7, 6, 30; med., Conv. 8, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρέχω: παρέχω, προξενῶ, ἐμποιῶ ὁμοῦ, ὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἀν. 7. 4, 19· ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ παρέχω, ὁ συμπαρέχων ἡμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν αὐτόθι 7. 6, 30· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. εὔκλειαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 43.

French (Bailly abrégé)

procurer ou faire naître en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρέχω.

Greek Monolingual

Α παρέχω
1. προξενώ επίσηςὥστε καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.

Greek Monolingual

Α παρέχω
1. προξενώ επίσηςὥστε καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.