σύμπλεξη: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[σύμπλεξις]], -έξεως, ΝΑ [[συμπλέκω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συμπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> η [[σύνδεση]] τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, [[κυρίως]] στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη [[μετάδοση]] της περιστροφικής κίνησης του ενός στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />το πολύπλοκο, το ακανόνιστο του σφυγμού. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σύμπλεξις]], -έξεως, ΝΑ [[συμπλέκω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συμπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> η [[σύνδεση]] τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, [[κυρίως]] στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη [[μετάδοση]] της περιστροφικής κίνησης του ενός στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />το πολύπλοκο, το ακανόνιστο του σφυγμού. | |mltxt=η / [[σύμπλεξις]], -έξεως, ΝΑ [[συμπλέκω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συμπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> η [[σύνδεση]] τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, [[κυρίως]] στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη [[μετάδοση]] της περιστροφικής κίνησης του ενός στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />το πολύπλοκο, το ακανόνιστο του σφυγμού. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
η / σύμπλεξις, -έξεως, ΝΑ συμπλέκω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπλέκω
νεοελλ.
τεχνολ. η σύνδεση τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, κυρίως στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη μετάδοση της περιστροφικής κίνησης του ενός στο άλλο
αρχ.
το πολύπλοκο, το ακανόνιστο του σφυγμού.
Greek Monolingual
η / σύμπλεξις, -έξεως, ΝΑ συμπλέκω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπλέκω
νεοελλ.
τεχνολ. η σύνδεση τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, κυρίως στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη μετάδοση της περιστροφικής κίνησης του ενός στο άλλο
αρχ.
το πολύπλοκο, το ακανόνιστο του σφυγμού.