συναγυρμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰγυρμός''': ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγειν, [[συλλογή]], [[ἄθροισις]], τροφῆς Διόν. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. xxxi Didot.· τῆς φρονήσεως Πλάτ. Πολιτ. 272C.
|lstext='''συνᾰγυρμός''': ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγειν, [[συλλογή]], [[ἄθροισις]], τροφῆς Διόν. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. xxxi Didot.· τῆς φρονήσεως Πλάτ. Πολιτ. 272C.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[συναγερμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[συναγερμός]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[συναγερμός]].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγυρμός Medium diacritics: συναγυρμός Low diacritics: συναγυρμός Capitals: ΣΥΝΑΓΥΡΜΟΣ
Transliteration A: synagyrmós Transliteration B: synagyrmos Transliteration C: synagyrmos Beta Code: sunagurmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bringing together, collecting, φρονήσεως Pl.Plt.272c; τροφῆς D.H.12.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 996] ὁ, das Sammeln, Zusammenbringen, φρονήσεως Plat. Polit. 272 c.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγυρμός: ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγειν, συλλογή, ἄθροισις, τροφῆς Διόν. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. xxxi Didot.· τῆς φρονήσεως Πλάτ. Πολιτ. 272C.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. συναγερμός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. συναγερμός.