συνδιαλέγομαι: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιαλέγομαι''': ἀποθ., ὡς καὶ νῦν, συνομιλῶ, ἐξονυχίζεις πάντα τοῖς συνδιαλεγομένοις Ἀθήν. 97D.
|lstext='''συνδιαλέγομαι''': ἀποθ., ὡς καὶ νῦν, συνομιλῶ, ἐξονυχίζεις πάντα τοῖς συνδιαλεγομένοις Ἀθήν. 97D.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[διαλέγομαι]]<br />[[συνομιλώ]], [[συζητώ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[διαλέγομαι]]<br />[[συνομιλώ]], [[συζητώ]].
|mltxt=ΝΜΑ [[διαλέγομαι]]<br />[[συνομιλώ]], [[συζητώ]].
}}
}}

Revision as of 12:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαλέγομαι Medium diacritics: συνδιαλέγομαι Low diacritics: συνδιαλέγομαι Capitals: ΣΥΝΔΙΑΛΕΓΟΜΑΙ
Transliteration A: syndialégomai Transliteration B: syndialegomai Transliteration C: syndialegomai Beta Code: sundiale/gomai

English (LSJ)

   A converse with or together, Ath.3.97d, Ach.Tat.6.18, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1007] dep. pass. (s. λέγω), mit, zugleich, zusammen sich unterhalten, Ath. III, 97 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαλέγομαι: ἀποθ., ὡς καὶ νῦν, συνομιλῶ, ἐξονυχίζεις πάντα τοῖς συνδιαλεγομένοις Ἀθήν. 97D.

Greek Monolingual

ΝΜΑ διαλέγομαι
συνομιλώ, συζητώ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ διαλέγομαι
συνομιλώ, συζητώ.