συναριθμώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[αριθμώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[άλλο]], [[συνυπολογίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναριθμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[συμμετέχω]] σε [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀριθμῶ</i> «[[μετρώ]], [[υπολογίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀριθμός]])].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[αριθμώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[άλλο]], [[συνυπολογίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναριθμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[συμμετέχω]] σε [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀριθμῶ</i> «[[μετρώ]], [[υπολογίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀριθμός]])].
|mltxt=συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[αριθμώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[άλλο]], [[συνυπολογίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναριθμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[συμμετέχω]] σε [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀριθμῶ</i> «[[μετρώ]], [[υπολογίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀριθμός]])].
}}
}}

Revision as of 12:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ
αριθμώ κάτι μαζί με άλλο, συνυπολογίζω
αρχ.
1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι στην ίδια κατηγορία με κάποιον ή κάτι άλλο
2. μέσ. συναριθμοῡμαι, -έομαι
συμμετέχω σε πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀριθμῶ «μετρώ, υπολογίζω» (< ἀριθμός)].

Greek Monolingual

συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ
αριθμώ κάτι μαζί με άλλο, συνυπολογίζω
αρχ.
1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι στην ίδια κατηγορία με κάποιον ή κάτι άλλο
2. μέσ. συναριθμοῡμαι, -έομαι
συμμετέχω σε πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀριθμῶ «μετρώ, υπολογίζω» (< ἀριθμός)].