τετανόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux longs et plats.<br />'''Étymologie:''' [[τετανός]], [[θρίξ]]. | |btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux longs et plats.<br />'''Étymologie:''' [[τετανός]], [[θρίξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-τριχος, ό, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[μακριά]] και [[ίσια]] μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέτανος]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-[[θριξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. τριχος,
A with long straight hair, Pl.Euthphr. 2b, S.E.M.5.95; = prolixus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1096] τριχος, ὁ, ἡ, mit langem od. glattem, schlichtem Haare; Plat. Euthyphr. 2 b; Ggstz von οὐλόκομος, S. Emp. adv. math. 7, 267.
Greek (Liddell-Scott)
τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ τεταμένας τρίχας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Σέξτ. Ἑμπ. π. Μ. 5. 95.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux longs et plats.
Étymologie: τετανός, θρίξ.
Greek Monolingual
-τριχος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει μακριά και ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέτανος + θρίξ, τριχός (πρβλ. χρυσό-θριξ)].