τινακτοπήληξ: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_11) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῐνακτοπήληξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ. | |lstext='''τῐνακτοπήληξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ηκος, ὁ, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που σείει το [[λοφίο]] της περικεφαλαίας του, [[σεισόλοφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τινάσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τινάκτρια]], [[τινάκτωρ]]) <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]], -<i>ηκος</i> «[[περικεφαλαία]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ηκος, ὁ, ἡ,
A shaking the helmet or crest, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1117] ηκος, den Helm oder den Helmbusch schüttelnd, Hesych. erkl. σεισόλοφος.
Greek (Liddell-Scott)
τῐνακτοπήληξ: ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ηκος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο της περικεφαλαίας του, σεισόλοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, -ηκος «περικεφαλαία»].