τινακτοπήληξ: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐνακτοπήληξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.
|lstext='''τῐνακτοπήληξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ηκος, ὁ, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που σείει το [[λοφίο]] της περικεφαλαίας του, [[σεισόλοφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τινάσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τινάκτρια]], [[τινάκτωρ]]) <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]], -<i>ηκος</i> «[[περικεφαλαία]]»].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐνακτοπήληξ Medium diacritics: τινακτοπήληξ Low diacritics: τινακτοπήληξ Capitals: ΤΙΝΑΚΤΟΠΗΛΗΞ
Transliteration A: tinaktopḗlēx Transliteration B: tinaktopēlēx Transliteration C: tinaktopiliks Beta Code: tinaktoph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ,

   A shaking the helmet or crest, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1117] ηκος, den Helm oder den Helmbusch schüttelnd, Hesych. erkl. σεισόλοφος.

Greek (Liddell-Scott)

τῐνακτοπήληξ: ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ηκος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο της περικεφαλαίας του, σεισόλοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, -ηκος «περικεφαλαία»].