χάραδρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(6_14) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χάραδρος''': ὁ, = [[χαράδρα]], Πλουτ. Ἆγις 8, Συλλ. Ἐπιγρ., 1569c· - Χάραδρος ἦτο [[ὄνομα]] πολλῶν χειμάρρων ἐν Ἑλλάδι, Θουκ. 5. 60, Παυσ. 2. 25., 7. 22, κλπ. | |lstext='''χάραδρος''': ὁ, = [[χαράδρα]], Πλουτ. Ἆγις 8, Συλλ. Ἐπιγρ., 1569c· - Χάραδρος ἦτο [[ὄνομα]] πολλῶν χειμάρρων ἐν Ἑλλάδι, Θουκ. 5. 60, Παυσ. 2. 25., 7. 22, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[χαράδρα]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Χάραδρος</i><br />[[ονομασία]] πολλών χειμάρρων της Ελλάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[χαράδρα]], [[κατά]] τα αρσ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = χαράδρα, Plu.Agis8, IG7.3170 (Orchom. Boeot.), SIG826 E23 (Delph., ii B. C.): as pr. n. of many torrents in Greece, Th.5.60, Paus.2.25.2, 7.22.11, etc.
German (Pape)
[Seite 1335] ὁ, = χαράδρα, Plut. Agis 8 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χάραδρος: ὁ, = χαράδρα, Πλουτ. Ἆγις 8, Συλλ. Ἐπιγρ., 1569c· - Χάραδρος ἦτο ὄνομα πολλῶν χειμάρρων ἐν Ἑλλάδι, Θουκ. 5. 60, Παυσ. 2. 25., 7. 22, κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. χαράδρα
2. ως κύριο όν. Χάραδρος
ονομασία πολλών χειμάρρων της Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. χαράδρα, κατά τα αρσ.].