ταρβαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />effrayé.<br />'''Étymologie:''' [[τάρβος]].
|btext=α, ον :<br />effrayé.<br />'''Étymologie:''' [[τάρβος]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ον, ΜΑ<br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) [[γεμάτος]] φόβο, καταφοβισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάρβος]] «[[φόβος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λυσσ</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρβᾰλέος Medium diacritics: ταρβαλέος Low diacritics: ταρβαλέος Capitals: ΤΑΡΒΑΛΕΟΣ
Transliteration A: tarbaléos Transliteration B: tarbaleos Transliteration C: tarvaleos Beta Code: tarbale/os

English (LSJ)

α, ον, (τάρβος)

   A affrighted, fearful, h.Merc.165, S.Tr.957 (lyr.); τ. δάκρυα tears of distress, Max.331.    II fearful, terrible, λέων Nonn.D.25.191; Ζεύς ib.434.

German (Pape)

[Seite 1070] erschrocken, furchtsam; H. h. Merc. 165; Soph. Trach. 953.

Greek (Liddell-Scott)

ταρβᾰλέος: -α, -ον, (τάρβος) πεφοβημένος, πλήρης φόβου, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 165, Σοφ. Τρ. 953· τ. δάκρυα, δάκρυα θλίψεως, Μάξιμ. π. καταρχ. 331. ΙΙ. φοβερός, τρομερός, λέων Νόνν. Δ. 25. 191.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
effrayé.
Étymologie: τάρβος.

Greek Monolingual

-α, -ον, ΜΑ
(με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο
αρχ.
(με παθ. σημ.) γεμάτος φόβο, καταφοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].