ὑπερβίβασις: Difference between revisions
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
(6_8) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερβίβᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, διαβιβάζειν [[ὑπεράνω]], διαβίβασις, ἴδε [[ὑπέρβασις]] ΙΙΙ. | |lstext='''ὑπερβίβᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, διαβιβάζειν [[ὑπεράνω]], διαβίβασις, ἴδε [[ὑπέρβασις]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[ὑπερβιβάζω]]<br />[[διαβίβαση]], [[πέρασμα]] [[πάνω]] από [[κάτι]] («τῶν λέμβων [[ὑπερβίβασις]]», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A v. ὑπέρβασις 111.
German (Pape)
[Seite 1192] εως, ἡ, das Darüberführen, -setzen (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβίβᾰσις: -εως, ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, διαβιβάζειν ὑπεράνω, διαβίβασις, ἴδε ὑπέρβασις ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α ὑπερβιβάζω
διαβίβαση, πέρασμα πάνω από κάτι («τῶν λέμβων ὑπερβίβασις», Πολ.).