τετράμυρον: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
(6_21)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράμῠρον''': τό, [[φάρμακον]] παρεσκευασμένον διὰ τῆς ἀναμίξεως τεσσάρων μύρων, Γαλην. τ. 13, σ. 851.
|lstext='''τετράμῠρον''': τό, [[φάρμακον]] παρεσκευασμένον διὰ τῆς ἀναμίξεως τεσσάρων μύρων, Γαλην. τ. 13, σ. 851.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[φάρμακο]] παρασκευασμένο από [[τέσσερα]] μύρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μύρον]] «ευώδες, αρωματικό [[έλαιο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>μυρον</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράμῠρον Medium diacritics: τετράμυρον Low diacritics: τετράμυρον Capitals: ΤΕΤΡΑΜΥΡΟΝ
Transliteration A: tetrámyron Transliteration B: tetramyron Transliteration C: tetramyron Beta Code: tetra/muron

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A an ointment compounded of four ingredients, Asclep. ap. Gal.13.1013.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμῠρον: τό, φάρμακον παρεσκευασμένον διὰ τῆς ἀναμίξεως τεσσάρων μύρων, Γαλην. τ. 13, σ. 851.

Greek Monolingual

τὸ, Α
φάρμακο παρασκευασμένο από τέσσερα μύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + μύρον «ευώδες, αρωματικό έλαιο» (πρβλ. πεντά-μυρον)].