χαλκοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
(6_7)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοσκελής''': -ές, ὁ ἔχων χαλκᾶ σκέλη, χαλκοσκ. [[βοῦς]] Σοφ. Ἀποσπ. 320.
|lstext='''χαλκοσκελής''': -ές, ὁ ἔχων χαλκᾶ σκέλη, χαλκοσκ. [[βοῦς]] Σοφ. Ἀποσπ. 320.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει χάλκινα σκέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραχυ</i>-<i>σκελής</i>, <i>φοινικο</i>-<i>σκελής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοσκελής Medium diacritics: χαλκοσκελής Low diacritics: χαλκοσκελής Capitals: ΧΑΛΚΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: chalkoskelḗs Transliteration B: chalkoskelēs Transliteration C: chalkoskelis Beta Code: xalkoskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A with legs of bronze, βοῦς S.Fr.336.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοσκελής: -ές, ὁ ἔχων χαλκᾶ σκέλη, χαλκοσκ. βοῦς Σοφ. Ἀποσπ. 320.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, φοινικο-σκελής].