τιθήνημα: Difference between revisions
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(6_21) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῐθήνημα''': τό, θρέμμα, [[τέκνον]], ἐπὶ εὐανθοῦς ῥόδου, τιθήνημ’ ἔαρος ἐκπρεπέστατον Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Ε. | |lstext='''τῐθήνημα''': τό, θρέμμα, [[τέκνον]], ἐπὶ εὐανθοῦς ῥόδου, τιθήνημ’ ἔαρος ἐκπρεπέστατον Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[τιθηνῶ]]<br />Α 1. [[θρέμμα]], [[τέκνο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ολάνθιστο [[ρόδο]] («τιθήνημ' ἔαρος ἐκπρεπέστατον», Χαιρήμ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A nursling, E.Hyps.Fr.60i 10; ῥόδα τ. ἔαρος Chaerem.13.2.
German (Pape)
[Seite 1113] τό, das Aufgezogene, der Zögling, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 e.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθήνημα: τό, θρέμμα, τέκνον, ἐπὶ εὐανθοῦς ῥόδου, τιθήνημ’ ἔαρος ἐκπρεπέστατον Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Ε.
Greek Monolingual
τὸ, Α τιθηνῶ
Α 1. θρέμμα, τέκνο
2. μτφ. ολάνθιστο ρόδο («τιθήνημ' ἔαρος ἐκπρεπέστατον», Χαιρήμ.).