τευθίδιον: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τευθίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τευθίς]], Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1, 10, Ἔφιππ. ἐν «Ὁμοίοις» ἢ «Ὀβελιαφόροις» 1, 4, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις» 1. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 335].
|lstext='''τευθίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τευθίς]], Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1, 10, Ἔφιππ. ἐν «Ὁμοίοις» ἢ «Ὀβελιαφόροις» 1, 4, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις» 1. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 335].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τευθίς]], -[[ίδος]]]<br /><b>υποκορ.</b> καλαμαράκι.
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τευθίδιον Medium diacritics: τευθίδιον Low diacritics: τευθίδιον Capitals: ΤΕΥΘΙΔΙΟΝ
Transliteration A: teuthídion Transliteration B: teuthidion Transliteration C: tefthidion Beta Code: teuqi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of τευθίς, Pherecr.130.10, Ephipp.15.4, Eub. 110. [

   A -ῐδ- Ephipp. l.c., -ῑδ- Eub. l.c., in almost identical passages, so that Eub. should perh. be emended from Ephipp.]

German (Pape)

[Seite 1101] τό, dim. von τευθίς, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 e u. Eubul. ib. 311 d.

Greek (Liddell-Scott)

τευθίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τευθίς, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1, 10, Ἔφιππ. ἐν «Ὁμοίοις» ἢ «Ὀβελιαφόροις» 1, 4, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις» 1. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 335].

Greek Monolingual

τὸ, Α τευθίς, -ίδος]
υποκορ. καλαμαράκι.