χρείος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(46)
(No difference)

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
(επικ. τ.) βλ. χρέος.———————— (II)
-ον, ΜΑ, και χρῑος, -ον, Α
1. αυτός που του λείπουν πολλά πράγματα, ενδεής, φτωχός
2. αυτός που έχει την ανάγκη ενός πράγματος («λουτροῡ χρεῑός ἐστι», Λουκιαν.)
αρχ.
χρήσιμος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -ιος, πιθανότατα μέσω ενός τ. χρή-ϊος με βράχυνση του -η- προ φωνήεντος (πρβλ. ἱερήϊον > ἱερέϊον > ἱερεῖον). Η κύρια σημ. του επιθ. είναι «αυτός που έχει ανάγκη» και επομένως «ενδεής, φτωχός», ενώ η σημ. «χρήσιμος» είναι σπανιότερη και έχει προέλθει κατ' επίδραση της σημ. του επιθ. -χρεῖος «άχρηστος» (< χρεία)].