χειροβαρής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροβᾰρής''': -ές, ὁ ἔχων βάρος ἐν τῇ χειρί, καὶ χειροβαρὲς σαρκὸς ὑείας θετταλότμητον [[κρέας]] Φιλέταιρος ἐν «Λαμπαδηφόροις» 1. | |lstext='''χειροβᾰρής''': -ές, ὁ ἔχων βάρος ἐν τῇ χειρί, καὶ χειροβαρὲς σαρκὸς ὑείας θετταλότμητον [[κρέας]] Φιλέταιρος ἐν «Λαμπαδηφόροις» 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει τόσο [[βάρος]] όσο μπορεί [[κανείς]] να σηκώσει με το [[χέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-<i>βαρής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A heauy in the hand, Philetaer.10 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1345] ές, handschwer, so schwer man es mit der Hand halten kann, Philetaer. bei Ath. X, 418.
Greek (Liddell-Scott)
χειροβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων βάρος ἐν τῇ χειρί, καὶ χειροβαρὲς σαρκὸς ὑείας θετταλότμητον κρέας Φιλέταιρος ἐν «Λαμπαδηφόροις» 1.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί κανείς να σηκώσει με το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνο-βαρής].