τριβωνάριον: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6_3) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐβωνάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[τρίβων]], μικρὸς [[τρίβων]], σπαργανῶν ἑαυτὸν τοῖς τριβωναρίοις Ἀθήν. 258Α· γῆ μόνον καὶ οὑρανός, καὶ ἓν [[τριβωνάριον]] Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22. 47. | |lstext='''τρῐβωνάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[τρίβων]], μικρὸς [[τρίβων]], σπαργανῶν ἑαυτὸν τοῖς τριβωναρίοις Ἀθήν. 258Α· γῆ μόνον καὶ οὑρανός, καὶ ἓν [[τριβωνάριον]] Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22. 47. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[μικρός]] [[τρίβων]], [[τριβώνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβων]] «[[είδος]] ενδύματος» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>πρβλ.</b> [[βιβλιάριον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of τρίβων (A),
A small cloak, Clearch.26, Arr.Epict.3.22.47.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβωνάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ τρίβων, μικρὸς τρίβων, σπαργανῶν ἑαυτὸν τοῖς τριβωναρίοις Ἀθήν. 258Α· γῆ μόνον καὶ οὑρανός, καὶ ἓν τριβωνάριον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22. 47.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρός τρίβων, τριβώνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβων «είδος ενδύματος» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].