τετράφορος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_17) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράφορος''': -ον, μνημονευόμενον παρ’ Ἀρκαδ. 90 διὰ τὸν ἀνώμαλον [[αὐτοῦ]] τονισμόν· [[ὥστε]] ἡ [[σημασία]] του θὰ [[εἶναι]] ἐνεργ., ὁ φέρων τετραπλοῦν ἢ τετραπλᾶ. | |lstext='''τετράφορος''': -ον, μνημονευόμενον παρ’ Ἀρκαδ. 90 διὰ τὸν ἀνώμαλον [[αὐτοῦ]] τονισμόν· [[ὥστε]] ἡ [[σημασία]] του θὰ [[εἶναι]] ἐνεργ., ὁ φέρων τετραπλοῦν ἢ τετραπλᾶ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φέρει τετραπλό ή τετραπλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον, cited by Hdn.Gr.1.234 on account of its anomalous accent; so that its sense must be act.,
A bearing fourfold.
Greek (Liddell-Scott)
τετράφορος: -ον, μνημονευόμενον παρ’ Ἀρκαδ. 90 διὰ τὸν ἀνώμαλον αὐτοῦ τονισμόν· ὥστε ἡ σημασία του θὰ εἶναι ἐνεργ., ὁ φέρων τετραπλοῦν ἢ τετραπλᾶ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φέρει τετραπλό ή τετραπλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φόρος].