τινθαλέος: Difference between revisions
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(6_4) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τινθᾰλέος''': -α, -ον, = [[θερμός]], [[διάθερμος]], τινθαλέῳ ποτῷ «θερμῷ, διαπύρῳ» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 445· τινθαλέοις ὕδασιν, θερμοῖς, αὐτόθ. 463, Νόνν. Διον. 2, 499, κλπ. | |lstext='''τινθᾰλέος''': -α, -ον, = [[θερμός]], [[διάθερμος]], τινθαλέῳ ποτῷ «θερμῷ, διαπύρῳ» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 445· τινθαλέοις ὕδασιν, θερμοῖς, αὐτόθ. 463, Νόνν. Διον. 2, 499, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ον, ΜΑ<br />[[θερμός]], [[ζεστός]] («τινθαλέῳ ποτῷ», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. σχηματισμένο με [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αὐ</i>-<i>αλέος</i>), άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, = sq., ποτόν, λοετρά, Nic.Al.445, 463, cf. Epic.in Arch.Pap.7.7, Nonn.D.2.501. (Cf. διατινθαλέος.)
German (Pape)
[Seite 1117] kochend heiß, sengend; Nic. Al. 445. 463; Nonn. D. 2, 499.
Greek (Liddell-Scott)
τινθᾰλέος: -α, -ον, = θερμός, διάθερμος, τινθαλέῳ ποτῷ «θερμῷ, διαπύρῳ» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 445· τινθαλέοις ὕδασιν, θερμοῖς, αὐτόθ. 463, Νόνν. Διον. 2, 499, κλπ.
Greek Monolingual
-α, -ον, ΜΑ
θερμός, ζεστός («τινθαλέῳ ποτῷ», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα -αλέος (πρβλ. αὐ-αλέος), άγνωστης ετυμολ.].